σουλτανικός

σουλτανικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουλτάνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουλτάνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Βαλέτα, Ιήτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουλτανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σουλτάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”